- τετιηότι
- τετίημαιto be sorrowfulperf part act masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετίημαι — Α (επικ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) 1. είμαι λυπημένος («τετιημένος ἦτορ» θλιμμένος στην καρδιά του, Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με την ίδια σημ.) φρ. «τετιηότι θυμῷ» με θλιμμένη καρδιά, με περίλυπη ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… … Dictionary of Greek